βεβηλώνω

βεβηλώνω
[-ώ (ο)] μετ. осквернить, надругаться, кощунствовать, святотатствовать

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "βεβηλώνω" в других словарях:

  • βεβηλώνω — βεβηλώνω, βεβήλωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • βεβηλώνω — (AM βεβηλῶ, όω) [βέβηλος] καθιστώ κάτι βέβηλο, μιαίνω, δεν σέβομαι την ιερότητά του αρχ. μσν. καταλύω, αθετώ («βεβηλοῡντα τὸ Σάββατον») …   Dictionary of Greek

  • βεβηλώνω — ωσα, ώθηκα, βεβηλωμένος, μολύνω, μαγαρίζω: H σχέση τους βεβηλώθηκε από την έλλειψη πίστης του ενός προς τον άλλο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αβεβήλωτος — η, ο [βεβηλώνω] (για τόπο) αυτός που δεν βεβηλώθηκε …   Dictionary of Greek

  • αγιάζω — (Α ἁγιάζω) κάνω κάποιον ή κάτι άγιο με εκκλησιαστική ευχή ή τελετή, εξαγνίζω, καθαγιάζω νεοελλ. 1. ευλογώ 2. ραντίζω με αγιασμένο νερό 3. γίνομαι άγιος ή τιμώμαι ως άγιος 4. αδυνατίζω, γίνομαι σκελετός, απισχναίνομαι αρχ. 1. καθαγιάζω κάτι… …   Dictionary of Greek

  • ιεροσυλώ — (Α ἱεροσυλῶ, έω) [ιερόσυλος] διαπράττω ιεροσυλία, κλέβω ιερά αντικείμενα από ναό, λεηλατώ ναό νεοελλ. ανοσιουργώ, βεβηλώνω, διαπράττω ασέβεια σε πρόσωπα ή πράγματα ιερά αρχ. φρ. α) «ἱεροσυλῶ τοὺς θεούς» ληστεύω αυτά που ανήκουν στους θεούς β)… …   Dictionary of Greek

  • λιτώνω — (Μ) 1. ατιμάζω, εξευτελίζω 2. βεβηλώνω, μιαίνω 3. παραβαίνω κάτι, δεν τό τηρώ 4. περιφρονώ 5. αποκομίζω καρπούς, τρυγώ, καρπώνομαι 6. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) λιτωμένος η, ον ανίερος, ανόσιος, βέβηλος. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] …   Dictionary of Greek

  • μαγαρίζω — (Μ μαγαρίζω) 1. ρυπαίνω, λερώνω, βρομίζω 2. μιαίνω, μολύνω 3. (για χώρους και αντικείμενα λατρείας) βεβηλώνω 4. ασελγώ παρά φύση, βιάζω 5. ντροπιάζω 6. αλλαξοπιστώ 7. αμαρτάνω 8. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) μαγαρισμένος, η, ο(ν) α) μιαρός,… …   Dictionary of Greek

  • μιαίνω — (ΑΜ μιαίνω) 1. (ιδίως με αίμα) κηλιδώνω, λερώνω, βρομίζω (α. «μίανε τα χέρια του με το αίμα τού δολοφονημένου» β. «τοὺς τῶν θεών βωμοὺς αἵματι μιαίνειν», Πλάτ.) 2. μτφ. ρυπαίνω, σπιλώνω, μολύνω κάποιον ηθικά («εὔφημον ἦμαρ οὐ πρέπει κακαγγέλῳ… …   Dictionary of Greek

  • μολύνω — (ΑΜ μολύνω) 1. ρυπαίνω, σπιλώνω, κηλιδώνω, λερώνω, βρομίζω («πηλῷ μολύνοντες... καὶ ξηραίνοντες ἑαυτούς», Αριστοτ.) 2. μτφ. διαφθείρω κάποιον ηθικά ή πνευματικά, εξαχρειώνω, εκφαυλίζω («ἡ συνείδησις αὐτῶν ἀσθενὴς οὖσα μολύνεται», ΚΔ) 3. (για ιερά …   Dictionary of Greek

  • σκυβαλίζω — και σκυβλίζω Α [σκύβαλον] 1. θεωρώ κάτι ως σκύβαλο, απορρίπτω με περιφρόνηση 2. βεβηλώνω, ατιμάζω, μιαίνω …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»